τρισπλαγχνικό

τρισπλαγχνικό
το, Ν
ανατ. το μεγάλο συμπαθητικό νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trisplanchnic < τρισ- / τρι-* + σπλαγχνικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”